στοχαζούμενος

στοχαζούμενος
-η, -ο, Ν
1. στοχαστικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) στοχαζούμενα
με περίσκεψη, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι, κατά τις μτχ. σε -ούμενος τών ρ. σε -έω (πρβλ. χρειαζ-ούμενος, τρεχ-ούμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”